- νταντέλα
- ηβλ. δαντέλα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νταντέλα — η η δαντέλα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δαντέλα — Λεπτότατο διαφανές πλέγμα από λινή, βαμβακερή, μεταξωτή ή χρυσή κλωστή. Σήμερα κατασκευάζονται δ. και από συνθετικές ίνες, νάιλον κλπ. Η λέξη δ. προέρχεται από το γαλλικό dentelle (με ετυμολογία από τη λέξη dent που σημαίνει δόντι) και… … Dictionary of Greek
νταντελάς — ο [νταντέλα] δαντελάς, κατασκευαστής ή πωλητής δαντελών … Dictionary of Greek